- κολεοῦ
- κολεόνsheathneut gen sgκολεόςsheath of the heartmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πέδιλο(ν) — το, ΝΜΑ, αιολ. τ. πέδιλλον Α είδος υποδήματος που υπάρχει από την αρχαιότητα και το οποίο καλύπτει με δέρμα ή παρόμοιο υλικό μόνο το πέλμα ή και τον ταρσό τού ποδιού, ενώ συγκρατείται πάνω στο πόδι με κορδόνια ή λουριά, σανδάλι νεοελλ. αρχ.… … Dictionary of Greek
αιδοιίτιδα — Φλεγμονή του βλεννογόνου των εξωτερικών γεννητικών οργάνων της γυναίκας. Η φλεγμονή αυτή οφείλεται στην εγκατάσταση και τον πολλαπλασιασμό μικροβίων στο πλακώδες επιθήλιο του αιδοίου και οφείλεται είτε σε τραυματισμό (ρήξη του υμένα, αυνανισμός κ … Dictionary of Greek
ενετή — η (Α ἐνετή) [ενίημι] νεοελλ. 1. στρ. πόρπη τού ζωστήρα, τού κολεού κ.λπ., κν. κόπιτσα, φιούμπα 2. (τεχν.) σιδερένιος σύνδεσμος που συνδέει δύο τμήματα ενός ξύλινου κατασκευάσματος αρχ. περόνη, βελόνη, καρφίτσα, πόρπη («χρυσείῃς δ ἐνετῇσι κατά… … Dictionary of Greek
εξέλκω — (AM ἐξέλκω) σέρνω προς τα έξω («φάσγανον ἐξεῑλκε κολεοῡ», Ευρ.) νεοελλ. (για πλοίο) ρυμουλκώ έξω από το λιμάνι αρχ. σώζω («Ἑλλάδα ἐξέλκων δουλίας», Πίνδ.) … Dictionary of Greek
ευθυκολεϊκό — ή, ό φρ. «ευθυκολεϊκό διάφραγμα» μυώδης στιβάδα που χωρίζει την κοιλότητα τού κολεού από το απευθυσμένο … Dictionary of Greek
κυστεοκήλη — η κήλη τής ουροδόχου κύστεως διά μέσου τού πρόσθιου τοιχώματος τού κολεού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cystocele < cysto(o) (βλ. κυστε[ο] ) + cele (< κήλη)] … Dictionary of Greek
ουρήθρα — (Ανατ.). Πόρος ή σωλήνας, από τον οποίο αποβάλλονται τα ούρα, που βρίσκονται στην ουροδόχο κύστη. Στους άντρες, από την ο. αποβάλλεται και το σπέρμα. Στους άντρες εξάλλου η ουρήθρα αρχίζει από το στόμιο της κύστης, περνά από τον προστάτη αδένα,… … Dictionary of Greek
πρόδομος — Χώρος στα σπίτια των αρχαίων, η πρώτη αίθουσα στην οποία έμπαινε ο επισκέπτης που ερχόταν από την αυλή. Oνομάζεται και προθάλαμος. Π. είχαν συνήθως τα σπίτια των Αθηναίων και Ρωμαίων που ήταν εύποροι. Ο π. αντιστοιχεί προς τον σύγχρονο διάδρομο,… … Dictionary of Greek
σμήγμα — Η λέξη προέρχεται από το ρήμα σμήχω = σφουγγίζω, και σημαίνει το λιπαρό έκκριμα του δέρματος. Σμηγματογόνοι εξάλλου αδένες λέγονται μικροί και κυψελοειδείς αδένες που βρίσκονται διάσπαρτοι στο δέρμα του ανθρώπου και άλλων θηλαστικών. Οι… … Dictionary of Greek
υμένας — (Ανατ.). Γενική ονομασία διαφόρων λεπτών ιστών ή απαλών οργάνων. Είναι ελαστικοί και ποικίλλουν στην απόχρωση και την υφή. Προορίζονται να περιβάλλουν άλλα όργανα ή να εκκρίνουν και να απορροφούν μερικές ουσίες (βλεννογόνοι). * * * ο / ὑμήν, ένος … Dictionary of Greek